- οροαντίδραση
- [-ις (-εως)] η мед. реакция сыворотки;
οροαντίδραση Βάσσερμαν — реакция Вассермана
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οροαντίδραση Βάσσερμαν — реакция Вассермана
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οροαντίδραση — η (μικρβλ.) η ανίχνευση ουσιών στον ορό τού αίματος με βιολογικές ή φυσικοχημικές μεθόδους, η οποία εφαρμόζεται για τη διάγνωση διαφόρων νόσων και για τον καθορισμό τών ομάδων αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
Βάσερμαν, Άουγκουστ φον- — (August von Wassermann, Μπάμπεργκ 1866 – Βερολίνο 1925). Γερμανός μικροβιολόγος και ανοσολόγος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Μονάχου, Ερλάνγκεν, Στρασβούργου και Βιέννης. Από το 1888 εγκαταστάθηκε στο Στρασβούργο και άρχισε να εξασκεί το ιατρικό… … Dictionary of Greek
σύφιλη — (Ιατρ.). Χρόνια λοιμώδης αφροδίσια νόσος που οφείλεται στην ωχρά σπειροχαίτη (ή Τρεπόνημα το ωχρόν). Αμέσως μετά την ανακάλυψη της Αμερικής η σ. παρουσιάστηκε στην Ευρώπη με μορφή σοβαρών επιδημιών και στη συνέχεια διαδόθηκε στον υπόλοιπο κόσμο·… … Dictionary of Greek
οροδιαγνωστική — Εργαστηριακή μέθοδος με την οποία ανιχνεύονται στον ορό του ασθενούς αντισώματα ειδικά για μερικούς παθογόνους παράγοντες· η χρησιμότητα της έτσι είναι μεγάλη για τη διάγνωση πολλών νοσημάτων. Για να γίνει θετική μια οροαντίδραση χρειάζεται να… … Dictionary of Greek
τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… … Dictionary of Greek